χόβολη

χόβολη
η, ΝΜ
θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χόβολη, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο βεν. τ. *fogolo (πρβλ. ιταλ. face «φωτιά», focalaio «εστία»), μέσω ενός τ. *φόγολη. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ. αθοβόλι (< άθος «στάχτη» + βάλλω, πρβλ. αραξο-βόλι) με σημ. «τόπος όπου βάζουν τη στάχτη» ως εξής: αθοβόλι > αθόβολη > θόβολη (με σίγηση τού αρκτικού άτονου α-) > φόβολη (με τροπή τού -θ- σε -φ-, πρβλ. θηκάρι: φηκάρι) > χόβολη (με ανομοίωση τών δύο χειλικών -φ- και -β-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χόβολη — η (λ. βενετ.), θερμή στάχτη φωτιάς, στάχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Χόβολη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παΐων …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Χόβολη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 281 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 111 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παΐων …   Dictionary of Greek

  • θρακόβολη — η ζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)] …   Dictionary of Greek

  • Chovoli — (Greek: Χόβολη) is a community in the municipal unit of Paion in southern Achaea, Greece. Its 2001 population was 303. The community includes the two villages Ano Chovoli and Kato Chovoli …   Wikipedia

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …   Dictionary of Greek

  • μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”