χόβολη — η (λ. βενετ.), θερμή στάχτη φωτιάς, στάχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Χόβολη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ., 22 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παΐων … Dictionary of Greek
Κάτω Χόβολη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 281 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 111 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παΐων … Dictionary of Greek
θρακόβολη — η ζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)] … Dictionary of Greek
Chovoli — (Greek: Χόβολη) is a community in the municipal unit of Paion in southern Achaea, Greece. Its 2001 population was 303. The community includes the two villages Ano Chovoli and Kato Chovoli … Wikipedia
ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες … Dictionary of Greek
λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… … Dictionary of Greek
μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα … Dictionary of Greek
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek